- θηρότις
- θηρότις, ἡ (Α)θηρεύτρια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, επίθ. κατά το αγρότις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek